- καβίλια
- ηγόμφος ξύλινος ή μετάλλινος, βλήτρο, μπουλόνι2. ναυτ. είδος σχοινιού με λεπτό άκρο, για να περνά εύκολα από μικρά ανοίγματα ή από τις τροχαλιοθήκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caviglia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβίλια — η (λ. ιταλ.), ξύλινος ή μετάλλινος γόμφος, ξυλόκαρφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… … Dictionary of Greek